ἐρύσσω

ἐρύσσω
ἐρύω
drag
aor subj act 1st sg (epic)
ἐρύω
drag
aor ind mid 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ουρός — οὐρός, ὁ (Α) ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά και για την καθέλκυσή τους στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἐρύσσω (πρβλ. αρχ. σλαβ. rovŭ «τάφρος»), ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”